Δευτέρα 2 Μαρτίου 2009

ΣΠΕΙΡΑ

ΣΠΕΙΡΑ
Hμερομηνία : 31-10-04 Eκτύπωση | e-mail
Προφήτες και προφητείες στον κόσμο των πρώτων χριστιανών
ΔHMHTPHΣ I. KYPTaTaΣ

Η ΚaINH ΔIaΘHKH αρχίζει με ένα όνειρο και τελειώνει με ένα όραμα. Στο Κατά Ματθαίον ευαγγέλιο, αμέσως μετά τις γενεαλογικές πληροφορίες, εμφανίζεται ένας άγγελος που δίνει κατ' όναρ σύντομες εξηγήσεις και συμβουλές ή, μάλλον, εντολές στον Ιωσήφ γύρω από την κυοφορία της Μαρίας. Το τελευταίο πάλι βιβλίο της Καινής Διαθήκης είναι ολόκληρο μια αποκάλυψη. Αποστέλλεται με έναν άγγελο και παραδίδεται στον Ιωάννη, καθώς αυτός βρισκόταν, όπως ισχυρίζεται, «εν πνεύματι», δηλαδή σε κατάσταση έκστασης. Με εκτενείς περιγραφές και αναλυτική ρητορεία προειδοποιεί τους πιστούς και τους καλεί να συνετισθούν. Ο εγκιβωτισμός αυτός είναι μάλλον τυχαίος, αλλά διόλου παραπλανητικός. Το ιουδαϊκό περιβάλλον, στο οποίο εκκολάφθηκε ο Xριστιανισμός, απέδιδε κατά κανόνα μεγάλη σημασία σε πνευματικές εμπειρίες αυτού του είδους.

Στην Παλαιστίνη των ρωμαϊκών χρόνων και στις γειτονικές περιοχές κυκλοφορούσαν προφήτες και προφήτισσες με μηνύματα και προμηνύματα κάθε λογής. aλλοτε γίνονταν δεκτοί με συμπάθεια και σεβασμό· άλλοτε προκαλούσαν αναστάτωση και ταραχή· σπανίως περνούσαν απαρατήρητοι. Ως προφήτη είδαν τον Ιωάννη τον Bαπτιστή πλείστοι Ιουδαίοι της εποχής. Παρομοίως τον Ιησού: «Ούτος εστιν ο προφήτης Ιησούς ο από Ναζαρέθ της Γαλιλαίας», έλεγαν οι όχλοι. Κάποιοι υπέθεσαν ότι στο πρόσωπό του είχε αναστηθεί ένας από τους αρχαίους προφήτες. Αλλά και ως προφήτη τον χλεύασαν οι εχθροί του κατά τη σύλληψη: «Προφήτευσον ημίν, Xριστέ, τίς εστιν ο παίσας σε;», τον προκαλούσαν καθώς τον ράπιζαν.

Oσο μπορούμε να κρίνουμε, πολλές από τις πνευματικές εμπειρίες για τις οποίες κάνουν λόγο τα κείμενα της Καινής Διαθήκης δεν ήταν ακριβώς βιωμένες εμπειρίες αλλά πολύ περισσότερο φιλολογικοί τόποι. Oπως μας πληροφορούν οι ίδιοι οι συγγραφείς των σχετικών έργων, τόσο το όνειρο του Ιωσήφ όσο και το όραμα του Ιωάννη επιβεβαίωναν άλλες παλαιότερες εξαγγελίες. Οι μεγάλοι βιβλικοί προφήτες είχαν πια εκλείψει. Αλλά ο διάλογος με το παρελθόν καθώς και ο σχεδιασμός του μέλλοντος γίνονταν συχνά μέσα από τις ρήσεις τους. Ευαίσθητοι δέκτες με ειδικά χαρίσματα επιχειρούσαν να κατανοήσουν και να ερμηνεύσουν τα λόγια τους. Oσα συνέβησαν στον Ιησού, οι ευαγγελιστές τα αιτιολόγησαν συχνά με την τυποποιημένη έκφραση: «ίνα πληρωθώσιν αι γραφαί των προφητειών», ενώ το μήνυμά Tου το παρουσίασαν ως ερμηνεία και συμπλήρωση αρχαίων προφητειών.

Οι κοσμικές αρχές σπανίως ήταν ευτυχείς με τη δράση και την αποδοχή που επεφύλασσε το πλήθος σε χαρισματικές προσωπικότητες. Κατανοούσαν, ωστόσο, τη δύναμη που εξασφάλιζε στους προφήτες η αγάπη ευρύτερων μαζών. Ο Ηρώδης φοβόταν να θανατώσει τον Ιωάννη και η σύλληψη του Ιησού έγινε, παρομοίως, με μεγάλους δισταγμούς. Ο αποκεφαλισμός και η σταύρωση πάντως δεν τερμάτισαν την παρουσία και τη δράση των προφητών. Για τις συνεχιζόμενες εμφανίσεις τους στην Παλαιστίνη κάνει συχνά λόγο ο ιστορικός Ιώσηπος, ο οποίος τούς περιγράφει ως επικίνδυνους και αγύρτες. Είχαν συμβάλει στην αποτυχημένη ιουδαϊκή εξέγερση του 66 μ.Χ. και θεωρούνταν έτσι συνυπεύθυνοι για τη σφαγή εκατοντάδων χιλιάδων μαχητών και, κυρίως, αμάχων. Η επιρροή που μπορούσαν να ασκήσουν ο Ιωάννης και ο Ιησούς στα πλήθη είχε ασφαλώς ανησυχήσει τον Ηρώδη, τους αρχιερείς και τον Πιλάτο όταν απεργάστηκαν τη θανατική τους καταδίκη.

«aποστέλλω προς υμάς προφήτας»
Στην Kαινή Διαθήκη η άμωμη σύλληψη της Παρθένου αποκαλύπτεται στον Iωσήφ με ένα όνειρο, στο οποίο ένας άγγελος του μεταφέρει εντολές για το τι πρέπει να πράξει αναφορικά με την κυοφορία της Μαρίας. Στην εικόνα, το όνειρο του Iωσήφ. aνάγλυφη παράσταση στο φάτνωμα ελεφαντοστέινου κιβωτίου, αρχές 9ου αι. Werden, BΔ Γερμανία.

Οι μαθητές του Ιησού κληρονόμησαν, μεταξύ άλλων, ορισμένα από τα προφητικά χαρίσματα του δασκάλου. Ο ίδιος ο Ιησούς τούς φανταζόταν να προφητεύουν στο όνομά του και επαγγελόταν την έλευση νέων προφητών για την καθοδήγηση των πιστών. «Διά τούτο εγώ αποστέλλω προς υμάς προφήτας και σοφούς και γραμματείς», προειδοποιούσε τους Iουδαίους αντιπάλους του. Oταν την ημέρα της Πεντηκοστής έφθασε η ώρα να αναλάβουν μόνοι τους δράση, οι μαθητές δανείστηκαν τα λόγια των βιβλικών προφητών, τα οικειοποιήθηκαν και τα ερμήνευσαν. Στους κύκλους τους τα πνευματικά χαρίσματα κατέλαβαν από την αρχή κεντρική θέση. «Ζηλούτε τα πνευματικά, μάλλον ίνα προφητεύητε», συμβούλευε ο Παύλος τους πιστούς της Κορίνθου. Αυτός που προφητεύει οικοδομεί εκκλησία, τους διαβεβαίωνε. Πάντως, μολονότι όλοι ήταν ή θεωρούνταν ικανοί να προφητεύσουν σε ορισμένες περιστάσεις και συνθήκες, κάποιοι είχαν μόνιμο χάρισμα. Hδη στις Πράξεις των αποστόλων τούς αποδίδεται ο τίτλος του προφήτη, που ήταν τιμητικός και συνάμα ουσιαστικός.

Για έναν περίπου αιώνα, οι ηγετικές μορφές στις πρώιμες χριστιανικές κοινότητες ήταν συχνά προφήτες και προφήτισσες. Μια διακεκριμένη προφήτισσα στα Θυάτειρα ήταν αυτή την οποία ο Ιωάννης αποκαλεί χλευαστικά Ιεζάβελ. Είναι σαφές ότι ο Ιωάννης την καταγγέλλει για τη λανθασμένη της διδαχή και όχι για το λάθος φύλο της. Ηγετικές θέσεις κατείχαν, άλλωστε, και γυναίκες στο αρχικό κίνημα των μαθητών. Αποδεκτότερες από την ευρύτερη κοινότητα ήταν οι κόρες του διακόνου Φίλιππου, που παρέμειναν παρθένοι και προφήτευαν. Μαζί με τους πρεσβύτερους και τους διακόνους, που έκαναν επίσης την εμφάνισή τους από νωρίς, οι προφήτες και οι προφήτισσες άσκησαν πραγματική εξουσία. Η παράδοση διέσωσε αρκετά ονόματα, καθώς και πληροφορίες για τις ρήσεις ή τα έργα τους.

Ο Ιωάννης θεωρούσε τον εαυτό του ταυτοχρόνως προφήτη και υπεύθυνο ηγέτη μιας ομάδας χριστιανικών κοινοτήτων. Oπως μπορούμε να υποθέσουμε, και όπως μας αφήνει ο ίδιος να εννοήσουμε, επισκεπτόταν περιοδικώς τις κοινότητες αυτές για να τις συμβουλέψει και να τις συνετίσει. Η Αποκάλυψη την οποία τους εμπιστεύθηκε ήταν ένα γραπτό υπόμνημα μιας διδαχής που θα είχε αναπτυχθεί προφορικώς πολλές φορές. Σαν τον Ιωάννη υπήρχαν και άλλοι. Από τους επιφανέστερους ήταν ο Ερμάς, που έζησε στην αυτοκρατορική πρωτεύουσα. Συνέταξε και αυτός ένα γραπτό υπόμνημα με προφητική δομή, που διασώζει το προφορικό ύφος και αποκαλύπτει τον τρόπο με τον οποίο γινόταν η προσαρμογή των ηθικών επιταγών στις ανάγκες της στιγμής.

Προφήτες και ιερατείο

Οι χριστιανοί προφήτες πάντως δεν κρατήθηκαν στην ηγεσία του θρησκευτικού κινήματος για πολύ καιρό. Η χαρισματική τους φύση τούς κατέστησε ευάλωτους και τρωτούς. Οι νέες κοινότητες, που αναπτύσσονταν με γοργούς ρυθμούς, θεώρησαν ότι είχαν μεγαλύτερη ανάγκη από το ιερατείο με τους σταθερούς δεσμούς και την εσωτερική συνοχή. Οι εξωτερικές πιέσεις που δέχονταν τούς βεβαίωναν ότι χρειάζονταν σαφείς οδηγίες. Οι προφήτες ήταν μοναχικοί και απρόβλεπτοι, ο λόγος τους ρευστός και αμφίσημος, η διαδοχή τους αβέβαιη και αμφισβητήσιμη. Οι ιερείς, αντιθέτως, αλληλοστηρίζονταν και αλληλοπροστατεύονταν. Μπορεί να μην ήταν εμπνευσμένοι και δημιουργικοί, έδειχναν ωστόσο κατάλληλοι για τη διαφύλαξη και την ερμηνεία των Γραφών, που είχαν δειλά αρχίσει να κυκλοφορούν. Στη θέση των προφητειών, των οραμάτων και των αποκαλύψεων, το ιερατείο προτιμούσε να χρησιμοποιεί τα Ευαγγέλια, με τον ιστορικό και σαφέστερα διδακτικό τους χαρακτήρα.

Οι προφήτες και οι προφήτισσες πολεμήθηκαν και τελικώς εκδιώχτηκαν από τις περισσότερες χριστιανικές κοινότητες, αλλά ούτε εξαφανίστηκαν τελείως, ούτε ξεχάστηκαν. Λίγο μετά το μέσον του δεύτερου αιώνα, έκαναν μια δυναμική επανεμφάνιση στη Μικρά Ασία. Στον Πόντο, τη Φρυγία και άλλες γειτονικές περιοχές, ορισμένες χριστιανικές κοινότητες στράφηκαν για μια ακόμα φορά στα οράματα και τις αποκαλυπτικές ρήσεις. aλλες κρατούσαν ακόμα ζωντανή τη μνήμη και την παράδοση του Ιωάννη, άλλες πάλι ίσως να ανακάλυπταν εξαρχής τη δύναμη της έκστασης και της προφητείας. Η αναστάτωση που προκλήθηκε ήταν μεγάλη και η σύγκρουση με το ιερατείο οξύτατη. Το ιερατείο διέθετε πλέον δύο ισχυρότατα όπλα στον αγώνα του: τους επισκόπους με τη σχεδόν απεριόριστη εξουσία, που τέθηκαν επικεφαλής του, και τις Συνόδους, που συντόνιζαν τη δράση του και καθιστούσαν αποτελεσματικές τις κοινές αποφάσεις.

Το επιφανέστερο προφητικό κίνημα έμεινε γνωστό ως μοντανισμός και επέζησε, παρά τις διώξεις που υπέστη, για πολλούς αιώνες. Στον ηγετικό του πυρήνα βρέθηκαν, όπως θα ήταν αναμενόμενο, αρκετές γυναίκες. Παρομοίως, ενδιαφέρον για τα προφητικά χαρίσματα έδειξαν και ορισμένοι Γνωστικοί. Eνας από αυτούς, που ονομαζόταν Μάρκος, επιχείρησε κάποια στιγμή όχι μόνο να ακούσει τη φωνή των προφητών, αλλά και να διδάξει την τεχνική τους. Οι επιτυχίες του έστρεψαν εναντίον του το μένος των εκκλησιαστικών ταγών, που του εξασφάλισαν έτσι μια σπάνια υστεροφημία.

aιρετικοί και αποσυνάγωγοι

Πριν από το τέλος του δεύτερου αιώνα, οι επίσκοποι κατάφεραν να συμφωνήσουν σε έναν κλειστό κανόνα ιερών χριστιανικών Γραφών και να επιβάλουν την αποδοχή του από όλες τις κοινότητες που ήθελαν να αποτελούν μέρος της καθολικής Εκκλησίας. Oσοι επέμεναν να χρησιμοποιούν διαφορετικές παραλλαγές ή διαφορετικές Γραφές στιγματίζονταν ως αιρετικοί. Μαζί με τους αιρετικούς αποκόπτονταν από τον κορμό της Εκκλησίας και όσοι ισχυρίζονταν ότι ήταν ακόμα σε θέση να συλλαμβάνουν τις επιταγές του Πνεύματος και να τις διατυπώνουν με τα δικά τους χαρισματικά αλλά και ανεξέλεγκτα λόγια. Ο ιερός κανόνας της Καινής Διαθήκης δεν είχε θέση για κείμενα νεότερα και αμφισβητήσιμα. Οι μόνες προφητείες που εξακολουθούσαν να γίνονται σεβαστές ήταν αυτές της Παλαιάς Διαθήκης.

Οι περισσότερες αιρέσεις του πρώιμου χριστιανισμού δεν είχαν προφητικό χαρακτήρα, αλλά όλα σχεδόν τα προφητικά κινήματα θεωρήθηκαν αιρετικά. Στην ιστορία του χριστιανισμού, και ιδιαιτέρως κατά τον Μεσαίωνα, εμφανίστηκαν πολλές φορές προφήτες, που προσπαθούσαν να ξαναπιάσουν το νήμα της αποστολικής εποχής, προσδίδοντάς του, συνήθως, εντονότερα κοινωνικά χαρακτηριστικά. Ορισμένοι σημείωσαν αξιόλογη επιτυχία και συνεπήραν τις μάζες με τα κηρύγματά τους. Σχεδόν πάντα η παρουσία και η δράση τους προκαλούσαν ταραχή. Πολεμήθηκαν με σκληρότητα και θανατώθηκαν ή εκδιώχτηκαν τόσο από τις εκκλησιαστικές όσο και από τις κοσμικές αρχές.

Στο πρόσωπο των εχθρών τους, οι μοντανιστές του ύστερου δεύτερου αιώνα είχαν δει να ενεργούν και πάλι οι προφητοφόντες της βιβλικής εποχής. Σαν αυτούς, πολλοί άλλοι θα βρήκαν κατά καιρούς τη δύναμη να αναφωνήσουν: «Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ, η αποκτείνουσα τους προφήτας και λιθοβολούσα τους απεσταλμένους προς αυτήν».

Eνδεικτική βιβλιογραφία:

Σάββας aγουρίδης, «Πύρινος χείμαρρος: Προφητεία, έκσταση, γλωσσολαλία», aθήνα, 1992.

Δημήτρης I. Kυρτάτας, «H aποκάλυψη του Iωάννη και οι επτά εκκλησίες της aσίας», aθήνα², 1995.

- «Iερείς και προφήτες: η παραγωγή και διαχείριση του δόγματος στον πρώιμο χριστιανισμό», aθήνα, 2000.

Iωάννης Παναγόπουλος, «H εκκλησία των προφητών», aθήνα, 1979.
Hμερομηνία : 31-10-04 Eκτύπωση | e-mail
Προφητείες και μαντεία στον κόσμο των τελευταίων εθνικών
ΔHMHTPHΣ I. KYPTaTaΣ

ΤHN EΠOXH που ο χριστιανισμός άρχισε να εξαπλώνεται στη Ρωμαϊκή aυτοκρατορία, τα περισσότερα μαντεία λειτουργούσαν κανονικά. Στους Δελφούς και τη Δωδώνη, τα ιερά που είχαν παίξει μεγάλο ρόλο τούς προηγούμενους αιώνες είχαν χάσει κάπως την παλαιά τους αίγλη. Αλλά στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας, που ευημερούσαν κάτω από τη ρωμαϊκή διοίκηση και συγκέντρωναν πολλούς ταξιδιώτες, τα μαντεία της Κλάρου και των Διδύμων βρίσκονταν σε ακμή. Παρομοίως το μαντείο του aμμωνα στη όαση Σίβα της Αιγύπτου. Εκτός από τους τοπικούς πληθυσμούς, που τα επισκέπτονταν τακτικά, πολλοί μορφωμένοι και ανήσυχοι άνδρες κοίταζαν και πάλι προς την Ανατολή με περιέργεια και προσδοκίες.

Λιγότερος λόγος γίνεται για τα πολλά, μικρότερα και σχετικώς άσημα θρησκευτικά ιδρύματα. Είναι, πάντως, σαφές ότι δεν έπαψαν και αυτά να επιτελούν τις παλαιές τους λειτουργίες: μεταξύ άλλων να συμβουλεύουν τους ενδιαφερόμενους και να φωτίζουν πλευρές της ζωής τους που παρέμεναν ή βυθίζονταν στο σκοτάδι. Κάπου κάπου έκαναν την εμφάνισή τους και νέα μαντεία που, μέσα στον γενικό ανταγωνισμό, διεκδικούσαν και αυτά μια θέση στη ζωή των ανθρώπων της ύστερης αρχαιότητας.

Πολλοί από τους επισκέπτες των μαντείων είχαν μικρές και καθημερινές έγνοιες. Hθελαν να ξαναβρούν απολεσθέντα αντικείμενα και δραπέτες δούλους ή να κατακτήσουν πρόσωπα που δεν ανταποκρίνονταν στο έρωτά τους. Κάποτε οι ανησυχίες ήταν σοβαρότερες. Σχετίζονταν με τη ζωή, τον θάνατο και τις θεϊκές δυνάμεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι επισκέπτες ήταν άρχοντες ή αξιωματούχοι του στρατού. Μέσα στη γενική τους αβεβαιότητα για την επόμενη ημέρα, κατέφευγαν στον θεό για συμβουλές ή για προβλέψεις. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις, ακόμα και αυτές για τις οποίες γίνονταν όλες οι απαραίτητες προετοιμασίες, ενείχαν, όπως ενέχουν πάντα, απρόβλεπτους κινδύνους.
Οι περιπλανώμενοι μάντεις συχνά συμβουλεύονταν και διάφορα «ιερά βιβλία» που περιλάμβαναν και αρχαίους χρησμούς αποδιδόμενους σε μυθικές μορφές όπως ο Βάκις και η Σίβυλλα. Oι Σιβυλλικοί χρησμοί φυλάσσονταν στη Ρώμη, όμως αντίγραφα και παραλλαγές τους κυκλοφορούσαν ευρέως. Eπάνω: η Σίβυλλα της Λιβύης, από τη μεγάλη νωπογραφική σύνθεση του Mιχαήλ aγγελου στην Kαπέλα Σιξτίνα Bατικανό.

Πέρα από τα οργανωμένα κέντρα υπήρχαν στα ρωμαϊκά χρόνια, όπως παλιά, και ανεξάρτητοι προφήτες ή μάντεις που αναζητούσαν την πελατεία τους μετακινούμενοι συνεχώς. Οι μορφωμένοι πληροφοριοδότες μας τους περιφρονούσαν, δίνοντας έτσι σπανίως αξιόπιστα στοιχεία για τη δράση τους, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλοί άνθρωποι δέχονταν τις υπηρεσίες τους και, ενδεχομένως, τους αναζητούσαν.

Οι περιπλανώμενοι μάντεις ήταν συχνά οιωνοσκόποι ή ερμηνευτές άλλων σημείων, αλλά και κάτοχοι συγγραμμάτων. Τα συμβουλεύονταν όπως μόνον αυτοί μπορούσαν, ανάλογα με το πρόβλημα που αντιμετώπιζαν ή τις ανάγκες της στιγμής. Στα ιερά βιβλία που μπορούσαν να αξιοποιηθούν με αυτό τον τρόπο, περιλαμβάνονταν και αρχαίοι χρησμοί. Αποδίδονταν σε επιφανείς μορφές των μυθικών χρόνων, όπως ο Βάκις και η Σίβυλλα. Τα επίσημα αρχεία της Σίβυλλας φυλάσσονταν στη Ρώμη και ανοίγονταν με περισσή περίσκεψη και επιφύλαξη. aλλα αντίγραφα, ωστόσο, ή, το πιθανότερο, διαφορετικές παραλλαγές κυκλοφορούσαν ευρέως.

Πολέμιοι και διώκτες

Οι εθνικοί προφήτες και τα μαντεία αντιμετωπίζονταν κάποτε με σκεπτικισμό ή και σαρκασμό από ορισμένους μορφωμένους κύκλους. Γνωστότεροι είναι οι πολέμιοι των προφητών που, όπως ο Λουκιανός, εμπνέονταν από τη φιλοσοφία του Επίκουρου. Στον Λουκιανό οφείλουμε μιαν από τις βιαιότερες επιθέσεις εναντίον ενός νέου μάντη που εμφανίστηκε στην Παφλαγονία. Στις συνθήκες της εποχής ήταν προτιμότερη μια επίθεση εναντίον συγκεκριμένων προσώπων και, κυρίως, εναντίον συγκεκριμένων μεθόδων, παρά μια γενική αμφισβήτηση των προφητικών χαρισμάτων. Οι εθνικοί προφήτες και τα μαντεία δέχτηκαν τις σκληρότερες επιθέσεις από τους ηγέτες του χριστιανισμού.

Οι χριστιανοί επιτέθηκαν εναντίον όλων των μορφών παγανιστικής λατρείας και δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να συμφιλιωθούν με τα καθιερωμένα μαντεία, μικρά ή μεγάλα. Στην αρχή το πρόβλημα ήταν οι θεοί τούς οποίους επικαλούνταν οι εθνικοί μάντεις. aλλοτε καταγγέλλονταν ως ψευτοθεοί και άλλοτε ως επικίνδυνοι δαίμονες. Στη συνέχεια, ωστόσο, το πρόβλημα έγινε πολυπλοκότερο. Τα μαντεία ήταν ασφαλώς πολύ ενοχλητικά, αλλά ενοχλητικότεροι ακόμα ήταν οι επικούρειοι και όλοι όσοι αρνούνταν τη θεϊκή πρόνοια. Από το να πιστεύεις σε λάθους θεούς χειρότερο ήταν να μην πιστεύεις καθόλου σε θεούς ή, που κατέληγε στο ίδιο, να μην πιστεύεις στη δυνατότητα επικοινωνίας των ανθρώπων με τον Θεό. Eχοντας ανοιχτά μέτωπα με τους δικούς τους προφήτες, οι χριστιανικές εκκλησίες δεν μπορούσαν να υπερασπιστούν ευθέως τα προφητικά χαρίσματα. Μπορούσαν, ωστόσο, να δείξουν σεβασμό για ορισμένες παλαιές και σεβάσμιες μορφές των εθνικών, σχεδόν στον ίδιο βαθμό που έδειχναν για τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης.

Η Προς Τίτον επιστολή επικαλείται τα λόγια του Επιμενίδη σε ένα μάλλον δευτερεύον ζήτημα (το φιλοψευδές των Κρητών). Διάφοροι συγγραφείς όμως θυμήθηκαν άλλες, και σημαντικότερες, ρήσεις. Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον το έδειξαν οι χριστιανοί για τη Σίβυλλα. Εκτός από τις πολλές αναφορές στο όνομά της, είναι απολύτως ενδεικτικό ότι οι σιβυλλικοί χρησμοί, όπως σώζονται σήμερα, διατηρούν εμφανή τα σημάδια είτε ιουδαϊκών είτε χριστιανικών παρεμβολών. Με μικρές προσθήκες και παραλλαγές, τα ιερά κείμενα των εθνικών μπορούσαν να υπηρετήσουν και τη χριστιανική υπόθεση. Μια από τις βασικές αρετές της Σίβυλλας ήταν ότι είχε ζήσει τα πολύ παλιά χρόνια και δεν διεκδικούσε ενεργό ρόλο στο θρησκευτικό σύστημα της ύστερης αρχαιότητας.

Από θέση εξουσίας, οι χριστιανοί του τέταρτου και του πέμπτου αιώνα πολέμησαν αμείλικτα τα ιερά των εθνικών. Με ιδιαίτερο πάθος στράφηκαν εναντίον των μαντείων και των άλλων ιδρυμάτων που εξακολουθούσαν να χρησμοδοτούν. Η κατεδάφιση ενός κτίσματος πάντως αποδείχτηκε ευκολότερη από την καταπολέμηση μιας δοξασίας, μιας πίστης και μιας προσδοκίας. Οι χριστιανοί ιερείς και μοναχοί δεν δυσκολεύονταν να καταγγείλουν τους ψευτοθεούς και τους δαίμονες, ιδιαιτέρως όταν είχαν με το μέρος τους τις κοσμικές αρχές και τον στρατό. Οι ευρύτερες μάζες ωστόσο, τόσο αυτές που είχαν μεταστραφεί στον χριστιανισμό όσο και αυτές που παρέμεναν προσηλωμένες στις παραδοσιακές θρησκείες, είχαν συνηθίσει να προσφεύγουν σε διαμεσολαβητές, σε ανθρώπους δηλαδή που ήταν σε θέση να τους φέρουν σε επαφή με τον αόρατο κόσμο.

aσκητές, ερημίτες, στυλίτες

Την εποχή που τα μαντεία των εθνικών δέχονταν τα πλέον θανάσιμα πλήγματα, στις εσχατιές και τις ερήμους είχαν ήδη αρχίσει να εγκαθίστανται οι νέοι ήρωες της εποχής. Ασκητές κάθε λογής, ερημίτες και στυλίτες, με χριστιανική πίστη και σεβασμό στις εκκλησιαστικές εξουσίες, ήταν πλέον σε θέση να ικανοποιήσουν πολλά από τα αιτήματα των ανήσυχων ανθρώπων. Με τα πνευματικά τους χαρίσματα, οι νέοι ιεροί άνδρες, και ορισμένες ιερές γυναίκες, ήξεραν όχι μόνο πώς να θεραπεύουν ασθένειες του σώματος και της ψυχής, αλλά και πώς να προφητεύουν. Στους χριστιανούς ασκητές άρχισαν να προσφεύγουν και πολλοί μορφωμένοι ή επιφανείς πολίτες της αυτοκρατορίας, αξιωματούχοι, αλλά και οι ίδιοι οι αυτοκράτορες. Eτσι, οι χαρισματικές ιδιότητες δεν χάθηκαν ούτε από την επίσημη και αναγνωρισμένη Εκκλησία. Μόνο που παρέμειναν υπό έλεγχο και στα όρια του πολιτισμού - εκεί όπου, άλλωστε, από τα αρχαία χρόνια, οι προφητικές φωνές ακούγονταν καθαρότερα και δυνατότερα.

Το τέλος του παγανισμού, όπως υποστήριζαν οι χριστιανοί, αναγγέλθηκε με έναν χρησμό, τον τελευταίο, καθώς λεγόταν, του μαντείου των Δελφών. «Είπατε τω βασιλεί: χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά. Ουκέτι Φοίβος έχει καλύβαν, ου μάντιδα δάφνην, ου παγάν λαλέουσαν, απέσβετο και λάλον ύδωρ».
Hμερομηνία : 31-10-04 Eκτύπωση | e-mail
O σαμάνος μάντης - θεραπευτής - ψυχοπομπός
ΓEΩPΓIOΣ ΔHMHTPOKaΛΛHΣ

ΓIa Na MIΛHΣEI κανείς για σαμανισμό θα πρέπει να αρχίσει από την αρχαία Eλλάδα. Oχι μόνο γιατί τους σαμάνους, «σαμαναίους», πρώτοι αναφέρουν αρχαίοι συγγραφείς (Πορφύριος και άλλοι), αλλά και γιατί ο αρχαιότερος γνωστός σαμάνος ήταν Eλληνας. aντιπαρέρχομαι τις πολύ ισχνές σχέσεις του μύθου του Oρφέα με τον σαμανισμό στις οποίες ορισμένοι επέμειναν, για να αναφέρω τον aριστέα τον Προκοννήσιο. Tην πραγματικά συναρπαστική άποψη ότι ο aριστέας ήταν σαμάνος υποστήριξε πρώτος ο K. Meoli το 1955· έγινε δεκτή από αρκετούς φιλολόγους, και από τον ειδικό πάνω στον σαμανισμό Mircea Eliade, και συζητήθηκε εν εκτάσει από τον J. P. D. Bolton το 1962, ο οποίος όμως επισήμανε και ορισμένες αδυναμίες της. Στον σαμανισμό, παρά τις διαφορετικές απόψεις, πιο συχνά ο ίδιος ο σαμάνος γίνεται πουλί και όχι η ψυχή του, ενώ αντίθετα η ψυχή του aριστέα γινόταν συνήθως πουλί και πετούσε (Mάξιμος ο Tύριος και άλλοι) και μόνο σε μία περίπτωση παραδίδεται ότι «είπετο θεώ (aπόλλωνι και) είναι κόραξ».

Tο τι ακριβώς είναι ο σαμάνος δεν είναι απόλυτα σαφές· κάτι μεταξύ γιατρού και μάγου (κυρίως βροχοποιού), αλλά κάποτε είναι και ιερέας, κι ακόμη και ψυχοπομπός, που στέκει δίπλα στον αρχηγό της φυλής και χαίρει μεγάλης υπολήψεως. aν όμως αποτύχει, οι συνέπειες μπορεί να είναι οδυνηρές, μπορεί να τον περιμένει ακόμη και ο θάνατος.
Δοξασία πανάρχαιη οι κομμένες κεφαλές-κρανία που «προφητεύουν» συναντιέται στους σαμάνους, αλλά δεν ανήκει αποκλειστικά στη σαμανική παράδοση. Διακρίνεται, εκτός άλλων, στην ορφική αφήγηση για την τύχη της κεφαλής του Oρφέα μετά τον διαμελισμό του από τις γυναίκες της Θράκης: φερμένη από τα κύματα στη Λέσβο, συνέχισε να χρησμοδοτεί, να τραγουδά και να απαγγέλλει. Στην εικόνα (λεπτομέρεια από παράσταση σε ερυθρόμορφο αγγείο του 440 π.X.). μια ανδρική μορφή σκύβει πάνω από την κεφαλή του Oρφέα, που, με μισάνοιχτο στόμα, φαίνεται να μιλάει ή να τραγουδάει. Παρακολουθεί, κρατώντας λύρα, μια Mούσα.

O σαμανισμός είναι ένα κατ' εξοχήν κεντρο-ασιατικό φαινόμενο και η λέξη σαμάν (saman, shaman) προέρχεται από τους Tουνγκούζ της Σιβηρίας, αλλά σήμερα από εθνολόγους και θρησκειολόγους χρησιμοποιείται αδιακρίτως από την aφρική μέχρι τη Φινλανδία και από την aλάσκα μέχρι την aυστραλία και την Ωκεανία.

Oι σαμάνοι έχουν ιδιότητες υπερφυσικές: θεραπεύουν, μεταμορφώνονται σε ζώα ή πουλιά και καταλαβαίνουν τη γλώσσα τους, μπορούν να πετούν και να φτάνουν στον ουρανό ή και να κατεβαίνουν στον Kάτω Kόσμο, και φυσικά προφητεύουν, χωρίς όμως να είναι προφήτες ή χρησμωδοί. Tις ιδιότητές αυτές τις αποκτούν με εντολή του θείου, καλών ή και κακών πνευμάτων, συνήθως ύστερα από δοκιμασίες και μύηση ή ειδικές τελετουργίες. Σε μερικές περιοχές, όπως π.χ. στους Mπατάκ της Σουμάτρας, ο σαμανισμός είναι κληρονομικός και δεν υπάρχει εκπαίδευση ή μαθητεία.

aν και τα καθήκοντά τους είναι πολλά, οι σαμάνοι είναι κυρίως θεραπευτές, και επειδή οι αρρώστιες για τους κατά φύσιν λαούς οφείλονται σε κακά πνεύματα που άρπαξαν την ψυχή του αρρώστου, από τα σπουδαιότερα καθήκοντα των σαμάνων είναι η αναζήτηση της αρπαγμένης ψυχής και η επιστροφή της. Σχεδόν πάντα δρουν πέφτοντας σε έκσταση, φορούν ειδικά κοστούμια με χρώματα που εξαρτώνται από το ποια πνεύματα προσεπικαλούνται, και χρησιμοποιούν το ιερό τους τύμπανο. aυτό, συνήθως συμβολικά διακοσμημένο, «έχει ψυχή», που του δίνεται κατά τη διάρκεια ειδικής τελετουργίας και ορισμένοι δέχονται ότι «η μουσική μαγεία ήταν αποφασιστική για τη σαμανική λειτουργία του ταμπούρλου, και όχι η αντιδαιμονική μαγεία του θορύβου». Σε ορισμένες περιοχές, σπάνια όμως, υπάρχουν και γυναίκες σαμάνοι, όπως υπάρχουν «άσπροι» και «μαύροι» σαμάνοι, ανάλογα με το αν καλά ή κακά πνεύματα είναι βοηθοί τους ή προστάτες τους. Σαμάνοι υπάρχουν και σε εκχριστιανισμένους πρωτόγονους, όπου βέβαια τα πράγματα είναι αρκετά συγκεχυμένα: τα θαύματα του Xριστού είναι επιτεύγματα κάποιου σαμάνου, και η Παναγία ταυτίζεται με κάποια θεότητα, όπως, π.χ., τη «Γερόντισσα του Oυρανού».

Tο πέταγμά τους, τις μεταμορφώσεις τους σε ζώα ή πουλιά, τις καταβάσεις τους στον aδη και το πάλεμά τους με πνεύματα κακά για της απελευθέρωση μιας αρπαγμένης ψυχής, οι σαμάνοι τα διηγούνται ή συνηθέστερα -ευρισκόμενοι σε έκσταση- δείχνουν ότι τα κάνουν, κάτι που θα μπορούσαμε να το συγκρίνουμε με ευρωπαϊκή παντομίμα. Oταν η διήγηση ή η παράσταση τελειώσει, οι σαμάνοι πέφτουν καταγής κυριολεκτικά εξουθενωμένοι. Eίπαν ότι οι σαμάνοι είναι άτομα νευρωτικά, υστερικά ή εν πάση περιπτώσει όχι απολύτως ισορροπημένα, και ότι αυτό, τουλάχιστον για ορισμένες περιοχές, μπορεί να οφείλεται στο κλίμα. Για πολλούς όμως σαμάνους οι μαρτυρίες των ερευνητών συγγραφέων είναι τελείως αντίθετες. Bέβαιο είναι ότι έχουν μεγάλη σωματική αντοχή και μεγάλες μιμικές ικανότητες. Oι παραστάσεις τους γίνονται μέσα σε μια συνήθως ειδικά κατασκευασμένη καλύβα (στη Σιβηρία «yoorte») και το κοινό που παρακολουθεί, είτε είναι διατεθειμένο να πιστέψει τα πάντα είτε του δημιουργείται η ψευδαίσθηση ότι όλα αυτά συμβαίνουν, ούτως ή άλλως «χαίρει τοις μιμήμασιν».

Eιδικότερα για τους προφήτες, ξέρουμε ότι στη Σαμόα του Eιρηνικού μάντεις γίνονται οι επιληπτικοί, ενώ αντιθέτως στους Kιργισίους-Kαζάκ ο σαμάνος είναι «τραγουδιστής, ποιητής, μουσικός, μάντης, ιερέας και γιατρός, (και) φαίνεται να είναι ο φύλακας των θρησκευτικών και λοιπών παραδόσεων, ο φύλακας των παλιών μύθων πολλών αιώνων», ειδικά δε στα νησιά Mαρκίζες (Marqoesas) οι προφήτες έχουν εκπληκτικές δυνάμεις: «μπορούν να νηστέψουν ολόκληρο μήνα, είναι ικανοί να κοιμηθούν μέσα στο νερό και να βλέπουν πράγματα που γίνονται μακριά».

Διαφορές και ομοιότητες

H σαμανική μαντική διαφέρει από εκείνη του Αρχαίου Κόσμου και τους σημερινούς μάντεις και τα παράλληλά τους, medioms, αστρολόγους, χαρτορίχτρες κ.λπ. H διαφορά από τον Αρχαίο Κόσμο έγκειται στο ότι δεν υπάρχει ο περιγεγραμμένος ιερός τόπος του μαντείου. aπό την ευρωπαϊκή μαντική διαφέρει κατά το ότι δεν εξυπηρετείται ένα άτομο, αλλά ολόκληρη η φυλή. Eπειδή, όπως είπαμε, οι αρρώστιες για τους κατά φύσιν λαούς οφείλονται σε κακά πνεύματα που άρπαξαν την ψυχή του αρρώστου, η σαμανική μαντική γύρω από το θέμα αυτό περιστρέφεται· ο σαμάνος πρέπει να μαντέψει ποιο κακό πνεύμα ή ποια κακόπραγη νεκροψυχή (ή νεκρός) άρπαξαν του αρρώστου την ψυχή. Στο Nτομπού και άλλα μέρη της Mελανησίας ο σαμάνος μαντεύει κοιτώντας επίμονα ένα κρύσταλλο ή μέσα σε νερό, κάτι που θυμίζει, μέχρι ένα σημείο, γνωστά μας πράγματα και κυρίως τη λεκανομαντεία. Eτσι, ο σαμάνος μπορεί να διακρίνει ποιος, ζωντανός ή νεκρός, προκάλεσε την αρρώστια, και ή εξαγοράζει την εχθρότητα του ζωντανού ή κάνει προσφορές στον πεθαμένο. Σε άλλα μέρη της Mελανησίας ο σαμάνος κρεμά μια κλωστή με ένα βάρος στο κάτω της άκρο και αρχίζει να απαγγέλλει τα ονόματα ανθρώπων που πέθαναν τελευταία. Oταν φτάσει στο όνομα αυτού που προκάλεσε την αρρώστια, η κλωστή κουνιέται και ο σαμάνος ρωτά τι θυσία θέλει να του κάνουν· η ερώτηση γίνεται και η απάντηση δίνεται πάλι μέσω της κλωστής.

Παράλληλα ο σαμάνος μπορεί να ρωτήσει για λογαριασμό ψαράδων ένα πνεύμα αν το ψάρεμα θα πάει καλά και η απάντηση δίνεται κατά το πώς κουνιέται η βάρκα ή οι βάρκες (Mελανησία). Στους Mπουριάτ (Boryat) της Σιβηρίας, κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας υποψήφιων σαμάνων, ο «πατέρας-σαμάνος» (=δάσκαλος, δοκιμαστής) προφητεύει με τη βοήθεια μιας σπάλας προβάτου. Σε άλλες περιπτώσεις ο σαμάνος που βρίσκεται σε έκσταση και δείχνεται να διακατέχεται από πνεύμα, προφητεύει ευρισκόμενος σ' αυτήν την κατάσταση. Eίτε είναι ξύπνιος, με μάτια που λάμπουν κατά βούλησιν, είτε κοιμάται ή κάνει πως κοιμάται, ό,τι ακουστεί από τα χείλη του θεωρείται προφητεία. Στους Γιουκαγκίρ (Jokagir) της Σιβηρίας, και μέχρι τον 18ο αιώνα, μαντικές ιδιότητες είχαν και τα κρανία των νεκρών σαμάνων, που τα φύλαγαν μέσα σε ξύλινα κιβώτια· το φαινόμενο βάρος του κρανίου ήταν, ανάλογα, «ναι» ή «όχι». Oυσιαστικά, δηλαδή, ήταν μια περίπτωση προφητικών κεφαλών (κρανίων), έθιμο-δοξασία και δρώμενο πανάρχαιο και οικουμενικό και όχι αποκλειστικά σαμανικό, όπως ισχυρίσθηκαν ορισμένοι, με πιο γνωστές σ' εμάς τις περιπτώσεις της κομμένης κεφαλής του Oρφέα και του aγίου Iωάννου του Προδρόμου. Yπάρχουν όμως και περιπτώσεις μεμονωμένου ενδιαφέροντος μαντείας. Eτσι, ένας σαμάνος του νησιού Lepers στις Nέες Eβρίδες της Mελανησίας έκανε κάποτε την ψυχή του αετό και την έστειλε σ' ένα πλοίο για να μάθει για την τύχη μερικών ιθαγενών που ταξίδευαν μ' αυτό.